Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Λεοπόλδος — I (Leopold). Όνομα δύο αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής (Γερμανικής) αυτοκρατορίας, από τον οίκο των Αψβούργων. 1. Λ. A’ (Βιέννη 1640 – 1705). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1658 1705). Ήταν δευτερότοκος γιος… … Dictionary of Greek
Ροδόλφος A’ των Αψβούργων — (1218 – 1291). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με τη μεσολάβηση του πάπα Γρηγόριου Γ’ οι Γερμανοί πρίγκιπες τον εξέλεξαν βασιλιά της Φρανκφούρτης (Οκτώβριος 1273). Ο Ρ. εγκατάλειψε τότε την τυχοδιωκτική πολιτική των Χοχενστάουφεν,… … Dictionary of Greek
Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… … Dictionary of Greek
Βολφ, Ούγκο — (Hugo Wolf, Βίντισγκρατς, Στυρία 1860 – Βιέννη 1903).Αυστριακός συνθέτης. Άρχισε τις σπουδές του στο ωδείο της Βιέννης και είχε την ευκαιρία να πλησιάσει τον Βάγκνερ, η επίδραση του οποίου τον έκανε να απομακρυνθεί από το παραδοσιακό περιβάλλον… … Dictionary of Greek
Καρίνθια — (Kärnten). Κρατίδιο (9.533 τ. χλμ., 561.114 κάτ. το 2001) της Αυστρίας, με πρωτεύουσα το Κλάγκενφουρτ (90.141 κάτ. το 2001). Συνορεύει στα ΒΔ με το Τιρόλο, στα Β με το Σάλτσμπουργκ και τη Στυρία, στα ΝΑ με τη Σλοβενία και στα ΝΔ με την Ιταλία. Η… … Dictionary of Greek
λέντλερ — (Ländler). Λαϊκός βαυαρικός και αυστριακός χορός, σε τρεις χρόνους, συχνά τραγουδιστός, το όνομα του οποίου προέρχεται από τη λέξη Land (= χώρα). Πρόκειται για παραδοσιακό χορό που εξακολουθεί να χορεύεται στο Τιρόλο της Αυστρίας, σε εορταστικές… … Dictionary of Greek
Μελ, Μαξ — (Max Mell, Μάρμπουργκ, Στυρία 1882 – Βιέννη 1971). Αυστριακός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Υπήρξε ένας σύγχρονος ερμηνευτής της πνευματικότητας του μπαρόκ και του μεσαιωνικού θρησκευτικού μυστηρίου. Έγραψε πολλά δράματα, όπως Η παράσταση των … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Παυλίνος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τον Βενέδημο και τον Ηράκλειο. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαΐου. Kαταγόταν από την Αθήνα, που ήταν και ο τόπος διαμονής του. II (Paulinus). Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… … Dictionary of Greek