Στυρία

Στυρία
(Stiria). Ομόσπονδη επαρχία της Αυστρίας (Εκταση 16.387 τ. χλμ., 1.180.364 κάτ.). Πρωτεύουσα είναι η πόλη Γκαρτς με πληθυσμό 243.166 κατ. Εξαιτίας της αφθονίας πρώτων υλών, η περιοχή είναι κυρίως βιομηχανική. Στην αρχαιότητα η Σ. κατοικούνταν από Κέλτες και Ιλλυριούς. Αρχικά αποτέλεσε τμήμα των ρωμαϊκών επαρχιών της Νωρικής και της Πανονίας. Στα τέλη του 6ου αι. κατοικήθηκε από Σλάβους και δύο αιώνες μετά πέρασε στην κηδεμονία της Βαυαρίας και έγινε μέρος της μαρκιωνίας της Καρινθίας, η οποία ιδρύθηκε το 788 από τον Καρλομάγνο. Το 1192 η Σ. κληροδοτήθηκε στους Μπάμπενμπεργκ της Αυστρίας, αλλά μετά την εξαφάνιση της δυναστείας αυτής, την κατέλαβε ο Οτακάρ B’, βασιλιάς της Βοημίας. Το 1278, όταν ο Ροδόλφος A’ νίκησε το βασιλιά της Βοημίας, πέρασε στη κυριαρχία των Αψβούργων. Αργότερα, εξαιτίας της μεγάλης βαβαρικής εξάπλωσης, οι Σλοβένοι περιορίστηκαν σε απλή μειονότητα. Τα τελευταία χρόνια η Σ. έχασε τις σλοβένικες περιοχές (κάτω Σ.), οι οποίες με βάση τη συνθήκη του Άγιου Γερμανού παραχωρήθηκαν στη Γιουγκοσλαβία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Λεοπόλδος — I (Leopold). Όνομα δύο αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής (Γερμανικής) αυτοκρατορίας, από τον οίκο των Αψβούργων. 1. Λ. A’ (Βιέννη 1640 – 1705). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1658 1705). Ήταν δευτερότοκος γιος… …   Dictionary of Greek

  • Ροδόλφος A’ των Αψβούργων — (1218 – 1291). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με τη μεσολάβηση του πάπα Γρηγόριου Γ’ οι Γερμανοί πρίγκιπες τον εξέλεξαν βασιλιά της Φρανκφούρτης (Οκτώβριος 1273). Ο Ρ. εγκατάλειψε τότε την τυχοδιωκτική πολιτική των Χοχενστάουφεν,… …   Dictionary of Greek

  • Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Βολφ, Ούγκο — (Hugo Wolf, Βίντισγκρατς, Στυρία 1860 – Βιέννη 1903).Αυστριακός συνθέτης. Άρχισε τις σπουδές του στο ωδείο της Βιέννης και είχε την ευκαιρία να πλησιάσει τον Βάγκνερ, η επίδραση του οποίου τον έκανε να απομακρυνθεί από το παραδοσιακό περιβάλλον… …   Dictionary of Greek

  • Καρίνθια — (Kärnten). Κρατίδιο (9.533 τ. χλμ., 561.114 κάτ. το 2001) της Αυστρίας, με πρωτεύουσα το Κλάγκενφουρτ (90.141 κάτ. το 2001). Συνορεύει στα ΒΔ με το Τιρόλο, στα Β με το Σάλτσμπουργκ και τη Στυρία, στα ΝΑ με τη Σλοβενία και στα ΝΔ με την Ιταλία. Η… …   Dictionary of Greek

  • λέντλερ — (Ländler). Λαϊκός βαυαρικός και αυστριακός χορός, σε τρεις χρόνους, συχνά τραγουδιστός, το όνομα του οποίου προέρχεται από τη λέξη Land (= χώρα). Πρόκειται για παραδοσιακό χορό που εξακολουθεί να χορεύεται στο Τιρόλο της Αυστρίας, σε εορταστικές… …   Dictionary of Greek

  • Μελ, Μαξ — (Max Mell, Μάρμπουργκ, Στυρία 1882 – Βιέννη 1971). Αυστριακός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Υπήρξε ένας σύγχρονος ερμηνευτής της πνευματικότητας του μπαρόκ και του μεσαιωνικού θρησκευτικού μυστηρίου. Έγραψε πολλά δράματα, όπως Η παράσταση των …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Παυλίνος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τον Βενέδημο και τον Ηράκλειο. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαΐου. Kαταγόταν από την Αθήνα, που ήταν και ο τόπος διαμονής του. II (Paulinus). Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”